- ψῆνας
- ψήνgall-insectmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CULEX — apud Graecos generale nomen non habuit olim. Nam βύτζα recens est et ex Arabibus sumptum: κώνωψ, est vinatius culex, de quo notus ille versus Hadtiani, Ambulare per popinas, Culices pati rotundos. Vide quoque infra voce Vinum. Ε᾿μπὶς, culex in… … Hofmann J. Lexicon universale
κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
Δωδώνης, δήμος — Νέος δήμος (1.790 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίας Αναστασίας, Δραγοψάς, Δραμεσιών, Δωδώνης, Κωστάνιανης, Μαντείου, Μελιγγών, Πολυγύρου και Ψήνας, οι οποίες… … Dictionary of Greek